- μισθώνω
- (ΑΜ μισθῶ, -όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) [μισθός]1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα»2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι, νοικιάζω σε κάποιον κάτι ως ιδιοκτήτης, εκμισθώνω («μίσθωσα το σπίτι σε συντοπίτη μου»)3. προσλαμβάνω κάποιον με μισθό («μίσθωσα εργάτες»)μσν.ναυλώνω πλοίοαρχ.1. φρ. α) «μισθῶ ἐμαυτόν τινι» — προσφέρω σε κάποιον τις υπηρεσίες μου με μισθόβ) «μισθῶ ἐμαυτὸν ἐπὶ τι» — προσλαμβάνομαι με μισθό για κάποιο σκοπόγ) «μισθοῡμαι τινα εἴς τι» — προσλαμβάνω κάποιον με μισθό για κάποιο σκοπό («ἐξῆλθεν ἅμα πρωΐ μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῡ», Ηρόδ.)δ) «μισθοῡμαι ὑπέρ τινος» — έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον, συμβάλλομαι για κάτιε) «μισθοῡμαι ἐπὶ τινι»i) (για σπίτι) νοικιάζομαι με συμφωνία, με συμβόλαιοii) (για μισθοφόρο) πληρώνομαι για τις υπηρεσίες που παρέχω2. (η μτχ. αρσ. παθ. αορ. ως ουσ.) ὁ μισθωσάμενοςαυτός που ήλθε σε συμφωνία για κάτι, ο συμβεβλημένος.
Dictionary of Greek. 2013.